Ο αριθμός των ατόμων που επιλέγουν μη γαλακτοκομικά ροφήματα, φυτικά υποκατάστατα για το αγελαδινό γάλα φαίνεται να έχει αυξηθεί. Ποιά είναι λοιπόν η θρεπτική αξία των φυτικών ροφημάτων και πως διαφέρουν από το γάλα ζωικής προέλευσης; Από ποιά φυτά μπορούν να προέλθουν και ποιές οι διαφορές μεταξύ τους; Τέλος, ποιά είναι η περιβαλλοντική επίδραση της παραγωγής ζωικού γάλακτος σε σύγκριση με την παραγωγή φυτικών ροφημάτων;
Ορισμός
Σήμερα πολλοί άνθρωποι επιλέγουν φυτικής προέλευσης ροφήματα έναντι του αγελαδινού γάλακτος. Ένας λόγος γι’ αυτή την αλλαγή είναι η αυξανόμενη ανησυχία σχετικά με τους κινδύνους για την υγεία από την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων. Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι ένας ακόμη λόγος για την αποφυγή κατανάλωσης αγελαδινού γάλακτος. Όσοι έχουν δυσανεξία στη λακτόζη έχουν δυσκολία στην πέψη του γάλακτος. Επίσης, ένα μικρό ποσοστό ενηλίκων και παιδιών παρουσιάζουν αλλεργία στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος. Παρακάτω θα αναλύσουμε κάποια από τα πιο βασικά είδη φυτικών ροφημάτων που καταναλώνονται παγκοσμίως και κυκλοφορούν στην αγορά. Αν δεν έχετε διαβάσει το άρθρο για το ζωικής προέλευσης γάλα και τη δυσανεξία στη λακτόζη, πατήστε εδώ.
Τα φυτικής προέλευσης εναλλακτικά γάλατα ή πιο σωστά, ροφήματα, είναι υγρά που έχουν προκύψει από την σύνθλιψη (μείωση μεγέθους) φυτικών υλών (δημητριακά, ψευδο-δημητριακά, όσπρια, ελαιούχοι σπόροι, ξηροί καρποί) και εκχυλίζονται σε νερό. Τα ροφήματα αυτά μιμούνται το αγελαδινό γάλα σε εμφάνιση και συνοχή. Τα φυτικά “γάλατα” είναι χορτοφαγικά ροφήματα που καταναλώνονται ως φυτικές εναλλακτικές λύσεις στο γάλα ζωικής προέλευσης.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι πρόκειται για μη ζωικά προϊόντα, οπότε δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως “γάλα” εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρακτικά με τον όρο “γάλα” απλά, μπορεί να νοηθεί μόνο το αγελαδινό και το οποίο έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, βάσει του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών. Βέβαια, παραδοσιακά, μια ποικιλία μη γαλακτοκομικών προϊόντων έχει περιγραφεί με τη λέξη γάλα, συμπεριλαμβανομένου του παραδοσιακού πεπτικού φαρμάκου “γάλα μαγνησίας”, απλώς και μόνο λόγω της ομοιότητας στην υφή.
Τα φυτικά ροφήματα καταναλώνονται εδώ και αιώνες, με τον όρο “χυμοί φυτού τύπου γάλακτος” που χρησιμοποιούνται από τον 13ο αιώνα. Σε διάφορους πολιτισμούς, το φυτικό γάλα υπήρξε τόσο ένα παραδοσιακό ποτό όσο και ένα γευστικό συστατικό σε γλυκά και αλμυρά πιάτα, όπως η χρήση γάλακτος καρύδας σε πιάτα κάρυ.
Μεταξύ των περίπου 20 φυτών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φυτικών ροφημάτων, το αμύγδαλο, η σόγια και η καρύδα ήταν τα φυτικά ροφήματα με τις υψηλότερες πωλήσεις παγκοσμίως. Από τα τέλη του 2020, η αγορά ροφήματος βρώμης ξεπέρασε τις πωλήσεις ροφήματος σόγιας και έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη μεταξύ των φυτικών ροφημάτων, μετά το πρωτοπόρο ρόφημα αμυγδάλου.
Τύποι
Τα πιο συνηθισμένα φυτικά ροφήματα που θα αναλυθούν παρακάτω, που καταναλώνονται και κυκλοφορούν ακόμη και στην Ελληνική αγορά είναι το αμυγδάλου, το σόγιας, το καρύδας, το ρυζιού και το βρώμης. Άλλα φυτικά ροφήματα που μπορείτε να βρείτε στην αγορά περιλαμβάνουν τα ροφήματα σουσαμιού, φυστικιού, φουντουκιού, κάνναβης, φυστικιού Αιγίνης, καρυδιού και διάφοροι συνδυασμοί αυτών.
Παραγωγή
Αν και υπάρχουν παραλλαγές στην παραγωγή φυτικών ροφημάτων ανάλογα με τη αρχική φυτική ύλη, ως παράδειγμα, μια γενική τεχνική περιλαμβάνει διάφορα στάδια, όπως:
- καθαρισμός, μούλιασμα και ξεφλούδισμα της φυτικής πρώτης ύλης
- άλεση της φυτικής ύλης για την παραγωγή πολτού, σκόνης ή γαλακτώματος
- θέρμανση του επεξεργασμένου φυτικού υλικού για μετουσίωση των ενζύμων λιποξειδάσης, με σκοπό την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεών τους στη γεύση
- απομάκρυνση του στερεού ιζήματος με διήθηση
- προσθήκη νερού, ζάχαρης (ή υποκατάστατα ζάχαρης) και άλλα συστατικά για τη βελτίωση της γεύσης, του αρώματος και της περιεκτικότητας σε θρεπτικά συστατικά
- παστερίωση του προ-τελικού υγρού
- ομογενοποίηση του υγρού για να σπάσει τα λιπώδη σφαιρίδια και σωματίδια για μια ομαλή αίσθηση στο στόμα
- συσκευασία, επισήμανση και αποθήκευση στους 1 °C
Τα άλλα συστατικά που προστίθενται συνήθως στα φυτικά ροφήματα κατά την παρασκευή περιλαμβάνουν κόμμεα (γκουάρ, ξανθάνη, κ.ά.) για σταθερότητα, υφή και αίσθηση στο στόμα, επιλεγμένα μικροθρεπτικά συστατικά (όπως ασβέστιο, βιταμίνες συμπλέγματος Β και βιταμίνη D), αλάτι και φυσικά ή τεχνητά συστατικά για άρωμα, χρώμα και γεύση.
Διατροφική σύγκριση με το αγελαδινό γάλα
Γενικά, επειδή τα φυτικά ροφήματα παρασκευάζονται χρησιμοποιώντας επεξεργασμένα εκχυλίσματα του αρχικού φυτού, έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα θρεπτικών ουσιών από το γάλα ζωικής προέλευσης και ενισχύονται κατά την παρασκευή για να προσθέσουν ακριβή επίπεδα μικροθρεπτικών συστατικών.
Παρότι είναι θρεπτικά σε ικανοποιητικό βαθμό, οι καταναλωτές πρέπει να γνωρίζουν ότι τα φυτικά ροφήματα δεν αποτελούν ακριβές υποκατάστατο του αγελαδινού γάλακτος. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό όσον αφορά την κατανάλωση από παιδιά.
Θρεπτικό περιεχόμενο* σε γάλα αγελάδος, αμυγδάλου, σόγιας, καρύδας, ρυζιού, βρώμης | ||||||
Είδος Γάλακτος / περιεκτικότητα ανά 100g | Αγελαδινό | Αμυγδάλου | Σόγιας | Καρύδας | Ρυζιού | Βρώμης |
Ενέργεια, kJ / kcal | 275 / 66 | 63 / 15 | 180 / 43 | 130 / 31 | 197 / 47 | 209 / 50 |
Νερό, g | 87,6 | 96,5 | 90,4 | 94,6 | 89,3 | 89 – 94 |
Λίπος, g | 3,3 – 4,0 | 0,96 | 1,47 | 2,08 | 0,97 | 2,08 |
Πρωτεΐνες, g | 3,3 | 0,4 | 2,6 | 0,21 | 0,28 | 1,25 |
Υδατάνθρακες, g | 4,8 | 1,31 | 4,92 | 2,92 | 9,17 | 6,67 |
εκ των οποίων Σάκχαρα, g | 4,8 | 0,81 | 3,65 | 2,5 | 5,28 | 2,92 |
Χοληστερόλη, mg | 14 | 0 | 0 | 0 | 0 | 0 |
Ασβέστιο, mg | 120 | 184 | 123 | 188 | 118 | 146 |
Νάτριο, mg | 50 | 72 | 47 | 19 | 39 | 42 |
Κάλιο, mg | 153 | 67 | 122 | 19 | 27 | 162 |
Εδώδιμες Ίνες, g | 0 | 0,2 | 0,2 | 0 | 0,3 | 0,8 |
*ενδεικτικές τιμές
Ρόφημα αμυγδάλου
Το ρόφημα αμυγδάλου εφευρέθηκε για πρώτη φορά στη Μέση Ανατολή και εμφανίζεται σε βιβλία μαγειρικής της περιοχής από τον 13ο αιώνα και μετά. Από εκεί η παρασκευή του εξαπλώθηκε στην Ευρώπη μέχρι τον 14ο αιώνα. Τον Μεσαίωνα, το ρόφημα αμυγδάλου ήταν γνωστό τόσο στον Ισλαμικό κόσμο όσο και στον Χριστιανικό. Ως ξηρός καρπός, τα αμύγδαλα επιτρέπονται για κατανάλωση από αυτές τις θρησκείες κατά τη διάρκεια των νηστειών, όπως το Ραμαζάνι και η Σαρακοστή. Το ρόφημα αμυγδάλου έγινε η βάση της μεσαιωνικής κουζίνας, επειδή το αγελαδινό γάλα δεν μπορούσε να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να αλλοιωθεί.
Τα αμύγδαλα είναι ένα πολύ θρεπτικό προϊόν και είναι εξαιρετική πηγή βιταμίνης Ε (σε μορφή α-τοκοφερόλης) και μαγγανίου. Επίσης, είναι πλούσια πηγή άλλων θρεπτικών όπως ασβεστίου, μαγνησίου, σεληνίου, καλίου, ψευδαργύρου, φωσφόρου και χαλκού.
Δεν περιέχει χοληστερόλη, κορεσμένο λίπος ή λακτόζη και συχνά καταναλώνεται από άτομα που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη και άλλα άτομα, όπως vegans, που αποφεύγουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Το εμπορικό ρόφημα αμυγδάλου υπάρχει σε μορφές με προσθήκη γλυκαντικών ή χωρίς ζάχαρη, γεύσεις βανίλιας και σοκολάτας και συνήθως εμπλουτίζεται με μικροθρεπτικά συστατικά. Το ρόφημα αμυγδάλου είναι εξαιρετικά χαμηλό σε θερμίδες, λίπος και πρωτεΐνες, γεγονός που δεν το καθιστά κατάλληλο για όλους, ειδικά για παιδιά. Με προσθήκη ροφήματος αμυγδάλου σε ζεστά ροφήματα, όπως καφέδες, μπορεί να παρατηρηθεί ο διαχωρισμός των συστατικών του ροφήματος αμυγδάλου.
Ρόφημα σόγιας
Το ρόφημα σόγιας είναι ένα φυτικό ποτό που παράγεται από φασόλια σόγιας. Στην αρχική του μορφή ξεκίνησε ως υποπροϊόν της παραγωγής tofu, προϊόντος από την Ανατολική Ασία, κυρίως την Κίνα. Περί το 1365 εμφανίστηκε για πρώτη φορά αυτό το παραδοσιακό υδατώδες ποτό και τα ποτά που παράγονται ως υποπροϊόντα της παραγωγής tofu, με την ονομασία “ζωμός φασολιών”. Η δημοτικότητά του αυξήθηκε και μέχρι τον 18ο αιώνα, ήταν τόσο δημοφιλές που το πωλούσαν οι πωλητές του δρόμου. Η διαδικασία παραγωγής του εκβιομηχανοποιήθηκε το 1929 στην Κίνα και έγινε κοινό ρόφημα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική στα τέλη του 20ού αιώνα. Το ρόφημα σόγιας εξαπλώθηκε στα ευρωπαϊκά και αμερικανικά παντοπωλεία, αρχικά ως υποκατάστατο γαλακτοκομικών προϊόντων λόγω της απουσίας λακτόζης.
Για να καλυφθεί η γεύση φασολιών στο ρόφημα, οι κατασκευαστές μερικές φορές προσθέτουν άλλες γεύσεις και σάκχαρα. Η νέα τεχνολογία και οι νέες τεχνικές παραγωγής έκαναν εφικτή μια διαδικασία μείωσης ή εξάλειψης της γεύσης φασολιών από τα εμπορικά προϊόντα. Έτσι, άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το ρόφημα σόγιας να έχει μια αισθητά καλύτερη γεύση και πιο γαλακτοκομική υφή.
Είναι γενικά αδιαφανές, με λευκό ή υπόλευκο χρώμα και έχει περίπου την ίδια συνοχή με το αγελαδινό γάλα. Το νωπό ρόφημα σόγιας μπορεί να υπάρχει με προσθήκη γλυκαντικών ουσιών, να αρωματιστεί και να ενισχυθεί με μικροθρεπτικά συστατικά. Το ρόφημα σόγιας είναι καλή πηγή αναγκαίων μονοακόρεστων και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, τα οποία θεωρούνται καλά για την καρδιαγγειακή υγεία. Το ρόφημα σόγιας έχει την μεγαλύτερη ποσότητα πρωτεΐνης μεταξύ των φυτικών ροφημάτων και είναι εφάμιλλη με την περιεκτικότητα του αγελαδινού γάλακτος. Η πρωτεΐνη σόγιας, κρίνοντας από την θρεπτική αξία της, θεωρείται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ότι έχει παρόμοιο ισοδύναμο στην ποιότητα με τις ζωικές πρωτεΐνες.
Μαζί με παρόμοια “γάλατα” με βάση τα φυτικές ύλες, το ρόφημα σόγιας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο του ζωικού γάλακτος από άτομα vegan ή που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, ενώ άλλα άτομα μπορεί να το καταναλώνουν για περιβαλλοντικούς ή λόγους υγείας.
Ρόφημα καρύδας
Το ρόφημα καρύδας δεν πρέπει να συγχέεται με το γάλα καρύδας, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στην μαγειρική και δεν καταναλώνεται σκέτο ως ρόφημα. Το γάλα καρύδας είναι ένα αδιαφανές, γαλακτώδες λευκό υγρό που εξάγεται από τον τριμμένο πολτό ώριμων καρύδων. Η αδιαφάνεια και η πλούσια γεύση του οφείλονται στην υψηλή περιεκτικότητα σε έλαιο, το οποίο είναι κυρίως κορεσμένα λιπαρά. Το γάλα καρύδας είναι ένα παραδοσιακό συστατικό τροφίμων που χρησιμοποιείται στη Νοτιοανατολική Ασία, την Ωκεανία, τη Νότια Ασία και την Ανατολική Αφρική. Χρησιμοποιείται επίσης για μαγείρεμα στην Καραϊβική, την τροπική Λατινική Αμερική και τη Δυτική Αφρική. Το γάλα καρύδας μπορεί επίσης μερικές φορές να συγχέεται με το νερό καρύδας. Το νερό καρύδας είναι το διαυγές υγρό που βρίσκεται μέσα στον σπόρο της καρύδας, ενώ το γάλα είναι το εκχυλισμένο υγρό που προέρχεται από τη χειροκίνητη ή μηχανική σύνθλιψη του πολτού καρύδας. Τα ροφήματα από καρύδα που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα γάλακτος είναι βασικά γάλα καρύδας αραιωμένο με νερό ή αποβουτυρωμένο γάλα καρύδας με πρόσθετα.
Η καρύδα είναι προϊόν πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά και καλή πηγή φυτικών ινών. Το γάλα καρύδας είναι εξίσου πλούσιο σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, όπως σίδηρος, ασβέστιο, κάλιο, μαγνήσιο και ψευδάργυρο. Περιέχει σημαντικές ποσότητες βιταμίνης C και E. Το ρόφημα καρύδας περιέχει λιγότερα λιπαρά και λιγότερες θερμίδες από το γάλα καρύδας, αλλά έχει και λιγότερες πρωτεΐνες. Περιέχει υψηλές ποσότητες καλίου και αποτελεί καλή πηγή ινών και σιδήρου. Είναι συνήθως εμπλουτισμένο με βιταμίνη D και ασβέστιο. Είναι πλούσια πηγή μαγγανίου και επαρκής πηγή φωσφόρου και μαγνησίου.
Σε μερίδα 100 mL, το ρόφημα καρύδας είναι χαμηλότερο από άλλα φυτικά ροφήματα σε θερμίδες και πρωτεΐνες, αλλά πλούσιο σε λιπαρά και ασβέστιο.
Πολλοί οργανισμοί υγείας αποθαρρύνουν τους ανθρώπους να καταναλώνουν σημαντικές ποσότητες λόγω των υψηλών επιπέδων κορεσμένων λιπαρών. Η υπερβολική κατανάλωση ροφήματος καρύδας μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα.
Ρόφημα ρυζιού
Το εμπορικό ρόφημα ρυζιού παρασκευάζεται συνήθως χρησιμοποιώντας καστανό ρύζι και σιρόπι καστανού ρυζιού. Μπορεί να γλυκανθεί χρησιμοποιώντας ζάχαρη ή υποκατάστατα ζάχαρης και να αρωματιστεί από κοινά συστατικά, όπως βανίλια. Είναι συνήθως εμπλουτισμένο με πρωτεΐνες και μικροθρεπτικά συστατικά, όπως βιταμίνη Β12, ασβέστιο, σίδηρο ή βιταμίνη D.
Το γάλα ρυζιού είναι το λιγότερο αλλεργιογόνο μεταξύ των φυτικών ροφημάτων και είναι ασφαλές να καταναλώνεται από άτομα που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, αλλεργία στη σόγια ή στο γάλα. Διαβάστε για τα αλλεργιογόνα συστατικά των τροφίμων εδώ.
Το γάλα ρυζιού (χωρίς ζάχαρη) είναι 89% νερό, 9% υδατάνθρακες, 1% λίπος και περιέχει αμελητέα πρωτεΐνη. Σε σύγκριση με το αγελαδινό γάλα, το γάλα ρυζιού περιέχει περισσότερους υδατάνθρακες (9% έναντι 5%), αλλά δεν περιέχει σημαντικές ποσότητες ασβεστίου ή πρωτεΐνης και καθόλου χοληστερόλη ή λακτόζη. Σε σύγκριση με τα υπόλοιπα φυτικά ροφήματα περιέχει τη μεγαλύτερη ποσότητα υδατανθράκων και σακχάρων.
Ρόφημα βρώμης
Το ρόφημα βρώμης είναι ένα φυτικό ρόφημα που προέρχεται από τους σπόρους της βρώμης (Avena spp.), εξάγοντας το φυτικό υλικό με νερό. Το ρόφημα βρώμης έχει κρεμώδη υφή και γεύση που μοιάζει με νιφάδες βρώμης και παρασκευάζεται σε διάφορους τύπους, όπως με γλυκαντικά, χωρίς ζάχαρη, με γεύση βανίλια ή σοκολάτα.
Σε αντίθεση με άλλα φυτικά ροφήματα που άρχισαν να παράγονται ήδη από τον 13ο αιώνα, το ρόφημα βρώμης αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1990 από έναν Σουηδό επιστήμονα τροφίμων.
Η ανάπτυξη στην αγορά του ροφήματος βρώμης οφείλεται εν μέρει στις σχετικά χαμηλές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, τις χαμηλές ανάγκες σε γη και νερό και στις αυξανόμενες χορτοφαγικές διατροφικές πρακτικές στις ανεπτυγμένες χώρες.
Το μη αρωματισμένο ρόφημα βρώμης έχει πολύ υψηλή ποσότητα θερμίδων και υδατανθράκων εν συγκρίσει με τα υπόλοιπα φυτικά ροφήματα (μόνο το ρόφημα ρυζιού έχει περισσότερο). Επίσης έχει υψηλή ποσότητα σακχάρων, τα οποία όμως είναι φυσικής προέλευσης. Σε σύγκριση με το αγελαδινό γάλα, το γάλα βρώμης είναι παρόμοιο στις συνολικές θερμίδες ανά όγκο υγρού (ανά μερίδα 100 mL, 50 έναντι 66 θερμίδες για το αγελαδινό γάλα). Έχει το ήμισυ της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες, κάπως λιγότερο ολικό λίπος, αλλά μόνο περίπου το 10% της περιεκτικότητας κορεσμένου λίπους. Περιέχει περίπου 1,5 φορές περισσότερους υδατάνθρακες από το γάλα (αν και τα απλά σάκχαρα είναι το ήμισυ του αγελαδινού γάλακτος). Το αγελαδινό γάλα δεν έχει ίνες, αλλά το γάλα βρώμης έχει 2 g διαιτητικών ινών ανά μερίδα (~250 mL). Η περιεκτικότητα σε ασβέστιο και κάλιο είναι συγκρίσιμη, αν και το ρόφημα βρώμης δεν έχει φυσικώς ασβέστιο που είναι απαραίτητο θρεπτικό συστατικό για την ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό, το ρόφημα βρώμης – όπως και όλα τα φυτικά ροφήματα – μπορεί να εμπλουτιστεί με συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά κατά τη διάρκεια της παρασκευής του, αν είναι να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο του ζωικού γάλακτος.
Τα οφέλη για την υγεία από την βρώμη σχετίζονται με την περιεκτικότητά της σε διαιτητικές ίνες όπως η β-γλυκάνη, η οποία έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τη χοληστερόλη. Η βρώμη είναι καλή πηγή ποιοτικής πρωτεΐνης με καλή ισορροπία αμινοξέων. Η πρωτεΐνη που περιέχεται στη βρώμη είναι παρόμοια με αυτή των οσπρίων και αντάξια της πρωτεΐνης σόγιας.
Το ρόφημα βρώμης δεν είναι κατάλληλο για κατανάλωση από άτομα με δυσανεξία στη γλουτένη ή με κοιλιοκάκη. Η αβενίνη που υπάρχει στη βρώμη (πρωτεΐνη παρόμοια με τη γλιαδίνη από το σιτάρι) μπορούν να προκαλέσουν κοιλιοκάκη. Επίσης, τα προϊόντα βρώμης συχνά επιμολύνονται από άλλους σπόρους που περιέχουν γλουτένη, κυρίως σιτάρι και κριθάρι.
Το ρόφημα βρώμης χρησιμοποιείται ως καλό υποκατάστατο του ζωικού γάλακτος κατά την παρασκευή καφέ. Το ρόφημα βρώμης χρειάζεται λιγότερο ατμό από το αγελαδινό γάλα, αφρίζει ευνοϊκά, είναι γευστικό, πλούσιο και κρεμώδες όπως το αγελαδινό γάλα, και εξισορροπεί αποτελεσματικά την οξύτητα του καφέ εσπρέσο.
Οικολογικές επιπτώσεις της παραγωγής γάλακτος αγελάδας έναντι της φυτικής παραγωγής που προορίζεται για ροφήματα
Η κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος δημιουργεί πολλές απειλές για το φυσικό περιβάλλον. Σε σύγκριση με τα φυτικά ροφήματα, το αγελαδινό γάλα απαιτεί τη μεγαλύτερη γη και το περισσότερο νερό. Επίσης, οι αγελάδες χρειάζονται πολύ περισσότερη ενέργεια για να παράγουν γάλα, αφού ο αγρότης πρέπει να ταΐσει και να ποτίσει τα ζώα. Η παραγωγή του οδηγεί στη μεγαλύτερη ποσότητα εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, ατμοσφαιρικής ρύπανσης και ρύπανσης των υδάτων.
Οι εκπομπές, η γη και το αποτύπωμα νερού των φυτικών ροφημάτων ποικίλλουν, λόγω των διαφορών στις ανάγκες σε νερό καλλιέργειας, στις γεωργικές πρακτικές, στην περιοχή παραγωγής, στις διαδικασίες παραγωγής και στις μεταφορές.
Μεταξύ των φυτικών ροφημάτων, το ρόφημα αμυγδάλου απαιτεί πολύ περισσότερο νερό κατά τη διάρκεια των σταδίων ανάπτυξης και παραγωγής των δέντρων, σε σχέση με το ρόφημα σόγιας, ρυζιού ή βρώμης.
Η χρήση σόγιας για την παραγωγή ροφήματος αντί για την ανάπτυξη των αγελάδων είναι οικολογικά πλεονεκτική. Τα όσπρια, συμπεριλαμβανομένου του φυτού της σόγιας, συμπληρώνουν την περιεκτικότητα σε άζωτο του εδάφους στο οποίο καλλιεργούνται. Βέβαια, η καλλιέργεια σόγιας στη Νότια Αμερική είναι η αιτία της αποψίλωσης των δασών (ειδικά στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου) και μια σειρά άλλων περιβαλλοντικών επιπτώσεων μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, η πλειονότητα της καλλιέργειας σόγιας παγκοσμίως, ειδικά στη Νότια Αμερική όπου η κτηνοτροφία είναι ευρέως διαδεδομένη, προορίζεται για ζωοτροφές και όχι για παραγωγή ροφήματος σόγιας.
Οι ορυζώνες απαιτούν σημαντικούς υδάτινους πόρους και μπορεί να επιτρέψουν στα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα να μεταναστεύσουν σε παρακείμενες υδάτινες ροές. Τα βακτήρια που κατοικούν σε ορυζώνες απελευθερώνουν μεθάνιο στην ατμόσφαιρα, εκπέμποντας αυτό το αέριο του θερμοκηπίου σε ποσότητες μεγαλύτερες από άλλες καλλιέργειες που χρησιμοποιούνται για παραγωγή φυτικών ροφημάτων. Η παραγωγή ροφήματος ρυζιού χρησιμοποιεί λιγότερο νερό από το ζωικό γάλα και το ρόφημα αμυγδάλου, αλλά σημαντικά περισσότερο από το ρόφημα σόγιας ή το βρώμης.
Σε σύγκριση με το ζωικό γάλα και άλλα φυτικά ροφήματα, το γάλα βρώμης έχει σχετικά χαμηλές περιβαλλοντικές επιπτώσεις λόγω των συγκριτικά χαμηλών αναγκών γης και νερού για παραγωγή. Η παραγωγή ροφήματος βρώμης απαιτεί 15 φορές λιγότερο νερό από το ζωικό γάλα και 8 φορές λιγότερο από το ρόφημα αμυγδάλου.
Με πληροφορίες από Wikipedia/plant milk και τα επιμέρους , Wikipedia/milk, U.S. Department OF Agriculture, FoodData Central